Αρχείο ετικέτας ????????????? ?????? ?????????

Βουλγαρία, Λαζάρ και Πετκάνα

Λαζάρ και Πετκάνα

Πού το ?δαν και π? ακούστηκε
γυναίκα να γεννάει
γιους τριδυμάρια τρεις φορές,
να κάμει εννιά αδέλφια,
εννιά αδέλφια τρίδυμα,
μια κόρη, την Πετκάνα.
Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε
και νοικοκύρεψε τα
μόν? η Πετκάνα έμεινε κι
ήρθαν να τη γυρέψουν,
για την Πετκάνα έρχονται,
δέκα χωριά απ? αλάργα.
Μα την Πετκάνα η μάνα της
μακριά πολύ δε δίνει.
Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος
της μάνας του της λέγει:
?Για δώσ? την μάνα, δώσ? τηνα
κι είμαστε εννιά αδέλφια
κι αν μια φορά ο καθένας μας
σε πάει στην Πετκάνα,
εννιά φορές θε να τη δεις
κι εννιά φορές θα γίνει.
Σαν βγήκε η Πέτκα απ? την αυλή
μαύρη πανούκλα μπήκε.
Τους σκότωσε, τα ξέκανε
και τα εννιά αδέλφια
κι εννιά νυφάδες, όλες νιες?
αφήκ? εννιά αγγόνια.
Σαν ήρθε ψυχοσάββατο
χύν? το κρασί η μάνα,
στου Λάζαρου τα χώματα
κρασί δε χύν? η μάνα,
δε χύν? η μάνα το κρασί,
δέν τονε μνημονεύει,
βαριά πολύ η μάνα του
τον Λάζαρ καταριόταν.
Πήγαιναν όπου πήγαιναν,
περνούν πράσινο δάσος
κι ένα πουλάκι λάλησε:
?Θεούλη μ?, Κύριε Ύψιστε,
πού το ?δαν και π? ακούστηκε
να περπατεί αντάμα
ο ζωντανός ο άνθρωπος
με τον αποθαμένο!
Πήγ? η Πετκάνα σπίτι τους,
κλαίγαν εννιά εγγόνια,
η μάνα της τα ?σύχαζε
κι η Πέτκα τής φωνάζει:
?Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε.
Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε
ώσπου κι οι δυο απόθαναν.

Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί», Αθήνα, 2006.

Αλβανία, Κωνσταντής και Δοκίνα

Κωνσταντής και Δοκίνα

Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
σφάξαν βόδι στο χωριό,
πήγα πήρα μιαν οκά
το? ριξα στον τέντζερη.
Βγήκα μέχρι την αυλή,
για να φέρω κούτσουρα,
να σου, ήρθε ένα στοιχειό
κι έπεσε στον τέντζερη
και φαρμάκωσε τους γιους μου,
εννιά γιους κι εννιά νυφάδες
κι εννιά με τα μωρά τους.
Μου αδειάσαν εννιά κούνιες,
μου καήκαν εννιά προίκες,
εννιά όπλα βουβαθήκαν.
Κωσταντή, κακό ν? ακούσεις
που την πάντρεψες στα ξένα
τη Δοκίνα μας, αλάργα
πέρα από τρία βουνά.
Ανήμερα το Μέγα Πάσχα
η Δοκίνα χόρευε.
Ο Κωσταντής βγήκε απ? τον τάφο,
άλογο του έγιν? η πέτρα,
και το χώμα σέλα του,
τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.
?Καλώς ήρθες, αδερφέ μου.
Αν μου ήρθες για καλό,
να ντυθώ σαν γερακίνα,
κι αν μου ήρθες για κακό,
να ντυθώ σαν καλογριά.
?Έλα, αδερφή, ως είσαι.
Στ? άλογο την ανεβάζει,
τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:
? Τσιλιβίου, βίου, βίου
τη Δοκίνα μας, αλάργα
ίσως να ?ναι ο αγέρας.
?Είδατε; Δεν είδατε;
Περπατάει λευκή πουλάδα
η ζωντανή με τον νεκρό.
Φτάσανε στην εκκλησία:
?Πήγαινε εσύ, Δοκίνα,
εγώ πάω στο άγιο βήμα,
το ?χω εκεί το σπίτι μου.
Πήγε χτύπησε την πόρτα:
?Ποιος να είναι που χτυπάει;
Μήπως μια κακιά γυναίκα,
μήπως η ίδια η χολέρα,
που μου πήρε τα παιδιά μου;
?Μάνα, άνοιξε την πόρτα,
η μοναχοκόρη σου είμαι.
?Και ποιος σ? έφερε, Δοκίνα;
?Μ? έφερε ο Κωνσταντίνος.
?Τι μου λες, ο Κωνσταντίνος,
τρία χρόνια μες στο χώμα
και δεν έλιωσε ακόμα;
Στο κατώφλι η μια κι η άλλη
σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.

Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης, Οι φίλοι του περιοδικού «Αντί», Αθήνα, 2006.

Ελλάδα, Του νεκρού αδελφού

Ελλάδα

Του νεκρού αδελφού, δημοτικό τραγούδι
Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη,
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ? άφεγγα τη χτενίζει,
στ? άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα κει που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
αν πάμ? εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
– Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ? άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μου, αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
– Βάλλω τον ουρανό κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει κι έρτει θάνατος, αν τύχει κι έρτει αρρώστια,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, εγώ να σου τη φέρω».
Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
κι έπεσε το θανατικό, κι οι εννιά αδερφοί πεθάναν,
βρέθηκε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ? όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ? όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου ?ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό ?βαλες κριτή και τους αγιούς μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ? άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
– Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι είναι τούτη η ώρα;
Αν ίσως κι είναι για χαρά, να στολιστώ και να ?ρθω,
κι αν είναι πίκρα, πες μου το, να βάλω μαύρα να ?ρθω.
– Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και αν είσαι».
– Κοντολυγίζει τ? άλογο και πίσω την καθίζει.
Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μήτε σαν χελιδόνια,
μόν? κιλαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή ομιλία:
«Ποιος είδε κόρην όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Πουλάκια είναι κι ας κιλαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους!
– Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
– Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλεύουν.
– Φοβούμαι σ?, αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
– Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στον Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ? άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισε η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
– Άφησ?, Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ? ας λέγουν.
– Πες μου, πού είναι τα κάλλη σου, και πού είν? η λεβεντιά σου,
και τα ξανθά σου τα μαλλιά και τ? όμορφο μουστάκι;
– Έχω καιρό π? αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου».
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησιά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ? αλόγου του κι απ? εμπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.
Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα
βλέπει το μπάλσαμο ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσαι ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.
– Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
– Ποιος είν? αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
– Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».
Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

?????? ?????????? ? Κ. Καρυωτάκης, Νοσταλγία

Νοσταλγία

Μεσ’ από το βάθος των καλών καιρών
οι αγάπες μας πικρά μας χαιρετάνε.

Δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, λες.
Κι αν φούσκωσαν τα στήθη κι αν δακρύζεις
που δε μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα,
δεν αγαπάς και δε θυμάσαι, ας κλαίς.

Ξάφνου θα ιδείς δυό μάτια γαλανά
-πόσος καιρός!- τα χάιδεψες μιά νύχτα,
και σα ν’ ακούς εντός σου να σαλεύει
μιά συφορά παλιά και να ξυπνά.

Θα στήσουνε μακάβριο το χορό
οι θύμησες στα περασμένα γύρω,
και θ’ ανθίσει στο βλέφαρο σαν τότε
και θα πέσει το δάκρυ σου πικρό.

Τα μάτια που κρεμούν – ήλιοι χλωμοί –
το φώς στο χιόνι της καρδιάς και λιώνει,
οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες,
οι πρώτοι ξανά που άναψαν καημοί?

??????????

?? ??????? ?????????? ?????? ????
?????? ?????? ??? ????????????

?? ?????? ? ?? ???????, ???????,
? ????? ???????? ?????, ? ???????
? ???, ??? ??? ??? ?? ???, ??? ??????.
?? ?????? ? ?? ???????, ???????.

?????, ??????????, ??? ????? ???????
-??, ??????? ???????! ??????? ????? ?? ?
? ??? ????????????, ??? ?????? ????????????
????? ?????? ? ??? ????? ?????????.

??????? ?????? ?????? ?? ????.
???????? ? ????? ??????? ???????.
???????? ?? ????????, ??? ?????,
? ?????? ?????, ?? ?????? ???????.

????? ??????? ?? ?????? ?? ????-
???? ?????? ? ??????, ??? ??? ???????.
?????? ? ???????, ??? ???????? ?? ??????,
?????? ????? ? ???? ?????? ?????????.

Μετάφραση Svetlana Xenouli

Αναδημοσίευση από Translatum.gr

?????? ?????????? ? Κ. Καρυωτάκης, Όταν ήρθες

Όταν ήρθες

Εσβήναν τα χρυσάνθεμα σαν πόθοι
στον κήπο όταν ήρθες. Εγελούσες
γαλήνια, σα λευκό χαμολουλούδι.

Αμίλητος, τη μέσα μου μαυρίλα
την έκανα γλυκύτατο τραγούδι
κι απάνω σου το λέγανε τα φύλλα.

????? ?? ??????

????? ??????????, ??? ???????,
? ????, ? ??????? ?? ?????. ????????
????????, ??? ????? ??????? ???????.

??????, ?? ?????? ??????? ??????
????????? ?????, ??? ?????????? ??? ????????,
? ??? ????? ?? ??????????? ??????.

?????? ?????????? ? Κ. Καρυωτάκης, Φυγή

Φυγή

Αμίλητη, κυνηγημένη
φτάνει σ? ερειπωμένο τοίχο.
στηρίζεται και περιμένει
ένα κελάδημα, ένα στίχο.

Γύρω το δάσος με τις μπόρες
φεύγει σαν πλοίο στην τρικυμία.
Κι ήτανε ημέρες ανθοφόρες
-επέρασαν- κι ήτανε μία?

Τώρα την άβυσσο ρωτάει
πώς βρέθηκε άξαφνα δωπέρα,
ενώ στα μάτια της κρατάει
φως όλη, εκείνη την ημέρα.

Ψυχή, λησμόνει τα όνειρά σου.
Ήρθες, πουλί στην καταιγίδα,
κι εχάρισες όλου του δάσου
την τελευταία μας ελπίδα.

?????

?????????, ???????,
??????? ?? ? ????????????? ??????,
????????? ? ????????
???? ???????, ? ????? ????, ?????.

????????? ???, ??? ?????? ???????,
?????????, ??? ??????? ??? ??????,
? ???? ???, ????? ??? ??????????,
– ??????????? ? ? ???? ????????

?????? ?? ??????? ???????,
??? ????????? ???, ?? ???,
?? ??? ? ? ?????? ????? ???????
???? ????, ? ?????? ??? ???.

????, ??? ??????? ?? ??????,
?????? ? ????? ???? ????????,
? ????? ??????? ??? ????
????? ?????????? ????????.

Lasgush Poradeci, Winter

Winter

From today my spirit is a recluse,
And banished is all my joy.
Long has it been that snow has lain
Over mountain and over wood.
Snowflakes come drifting one by one
Down upon the deserted village
And, shivering beneath the snow,
Earth slumbers, buried once again.

Slowly my spirit too sinks to the ground
In mourning, falling like a leaf.
Nary a soul is to be heard,
No people, no sign of life.

In such peace and tranquillity
I hear a bird lament,
Letting out a faint sigh,
Frightened to leave this life.

[Dim?r, from the volume Vdekja e nositit, Prishtina: Rilindja 1986, p. 84, translated from the Albanian by Robert Elsie, and first published in English in An elusive eagle soars, anthology of modern Albanian poetry, London: Forest Books 1993, p. 5]

Ismael Kadare, And when my memory

And when my memory

And when my fading memory,
Like the after-midnight trams,
Stops only at the main stations,
I will not forget you.

I will remember
That quiet evening, endless in your eyes,
The stifled sob upon my shoulder,
Like snow that cannot be brushed off.

The separation came
And I departed, far from you.
Nothing unusual,
But some night
Someone’s fingers will weave themselves into your hair,
My distant fingers, stretching across the miles.

Ismael Kadaret, Poetry

Poetry

How did you find your way to me?
My mother does not know Albanian well,
She writes letters like Aragon, without commas and periods,
My father roamed the seas in his youth,
But you have come,
Walking down the pavement of my quiet city of stone,
And knocked timidly at the door of my three-storey house,
At Number 16.

There are many things I have loved and hated in life,
For many a problem I have been an ‘open city’,
But anyway…
Like a young man returning home late at night,
Exhausted and broken by his nocturnal wanderings,
Here too am I, returning to you,
Worn out after another escapade.

And you,
Not holding my infidelity against me,
Stroke my hair tenderly,
My last stop,
Poetry.

(Yalta 1959)

Antologji nd?rkulturor Poezi,????????????? ?????? ?????????, Intercultural Poetry Anthology, Διαπολιτισμικό Ανθολόγιο Ποίησης

Ψάχνοντας τις ομοιότητες μέσα από τη διαφορετικότητα….
Προσπαθώντας να ζούμε, να μαθαίνουμε και να διασκεδάζουμε όλοι μαζί…
Μαθαίνοντας ο ένας από τον άλλο νέα πράγματα…

…φτιάξαμε ένα διαπολιτισμικό ανθολόγιο ποίησης από την Αλβανία, τη Ρωσία και την Ελλάδα. Ο αρχικός σκοπός ήταν να χρησιμοποιηθεί στο μάθημα των Αγγλικών αλλά τελικά το διαπολιτισμικό ανθολόγιο είχε πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Ευχαριστώ από καρδιάς τους μαθητές και μαθήτριες του Γενικού Λυκείου Αρχαγγέλου Ρόδου:
Νάντια Μπαντμάεβα, Έρι Γκύπι, Τζούλι Χουσεΐν, Λέντι Μπρίσκου και Ντοράλντ Λούκα
….που στην ουσία δημιούργησαν το ανθολόγιο κι όχι απλά με βοήθησαν. Πέρασα πολύ ωραία μαθαίνοντας μαζί τους.
Στέλλα Λαμπριανού

Για να διαβάσετε αλβανικά ποιήματα ακολουθήστε την ετικέτα Albanian Poetry Poezi shqip
Για να διαβάσετε ρώσικα ποιήματα ακολουθήστε την ετικέτα Russian Poetry ??????? ??????
Μπορείτε να κατεβάσετε τα ποιήματα ανά θέμα
Αγάπη Love
Φύση Nature
Ποίηση Poetry
Ελευθερία Freedom
Μνήμη Memory

Επιπλέον ποιήματα πέρα από αυτά που δημοσιεύονται στο ιστολόγιο Poetry Greece Albania Russia